Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Και άλλες δημιουργικές παρεμβάσεις από τους μαθητές Ρ. Θεοδωρίδου, Ε. Παύλου: 

"… Η Καλυψώ κοιτούσε τον Οδυσσέα που απομακρυνόταν με τη σχεδία που τον είχε βοηθήσει και η ίδια να φτιάξει.
Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, ανήσυχα. Ο Οδυσσέας θέλοντας να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στην πατρίδα του δεν είχε λάβει υπόψη του τις συνέπειες αυτού του ταξιδιού.
Με αυτή τη σχεδία που μπορούσε να την παρασύρει το παραμικρό κύμα, δεν θα κατάφερνε να διασχίσει ούτε το μισό της διαδρομής χωρίς να συναντήσει κάποια δυσκολία.
Βλέποντας τον να χάνεται στον ορίζοντα, μπήκε στη σπηλιά της.. ‘’Αχχ Αθηνά, πρόσεχε τον, …τον κακόμοιρο…. Ολότελα τυφλωμένος από τον πόθο του να γυρίσει πίσω, δεν ξέρει τι κάνει…’’
Ο Οδυσσέας ήταν πολύ αισιόδοξος… Η θάλασσα αρκετά ήρεμη τώρα, ευνοούσε τις συνθήκες του ταξιδιού του. Ο ήλιος έλαμπε δυνατά, αντανακλώντας στη θάλασσα και χαρίζοντάς της  χρυσαφένιες ανταύγειες.
Το κακό όμως δεν άργησε να γίνει. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να αγκαλιάζουν τον ουρανό, κρύβοντας τον ήλιο πίσω τους. Η θάλασσα ξαφνικά αγρίεψε, σηκώνοντας κύματα ολοένα και μεγαλύτερα. Ο Οδυσσέας δεν έχασε την ψυχραιμία του και προσπαθούσε να μείνει πάνω στη σχεδία.
Ξάφνου μία ρουφήχτρα φάνηκε από το πουθενά. Ο Οδυσσέας πίστεψε για μια στιγμή πως το τέλος του ήταν κοντά, αλλά δεν τα παράτησε.
Μέσα από τη ρουφήχτρα όμως άρχισε να ξεπροβάλλει η άμαξα του Ποσειδώνα. ‘’ Ποσειδώνα μου, σε παρακαλώ, λυπήσου με και άφησε με να φτάσω στην πατρίδα μου, στην οικογένεια μου..’’ , ικέτευσε ο Οδυσσέας τον Ποσειδώνα. ‘’ Να δω το γιό μου, που τώρα θα έχει γίνει ίσαμε κει ψηλά… Που τον άφησα μικρό και έφυγα στον πόλεμο μακριά… Σε παρακαλώ….’’
‘’ Άσπλαχνε! Πως τολμάς να ζητάς το έλεος μου από τη στιγμή που εσύ τύφλωσες τον δικό μου γιό; ‘’ φώναξε ο Ποσειδώνας. ‘’ Την ώρα που το έκανες αυτό μεγάλη κατάρα έπεσε πάνω σου’’.
O Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινα που κρατούσε στο χέρι του και σηκώθηκε κύμα ακόμη μεγαλύτερο από τα προηγούμενα. Ο Οδυσσέας πετάχτηκε από τη σχεδία… Κάθε φορά που προσπαθούσε να την πλησιάσει ένα κύμα τον έπαιρνε ακόμη πιο μακριά από αυτήν.
Η άμαξα του Ποσειδώνα χάθηκε μέσα στα κύματα αφήνοντας τον Οδυσσέα μόνο του στην απέραντη θάλασσα. ‘’ Αθηνά….’’ φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. ‘’ Αθηναααααά.. ‘’ ξαναφώναξε αλλά δεν πήρε καμία απάντηση…..
‘’ Αθήνα, σε παρακαλώ, μην με αφήνεις τώρα! Άσε με μονάχα να δω το παιδί μου που δεν πρόλαβα να χαρώ… Άσε με να ξανανταμώσω την γυναίκα μου…. Και μετά μπορώ να αφήσω την τελευταία μου πνοή….’’
Ένα κύμα ερχόταν απειλητικό προς το μέρος του…. Τα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα του….  Αλλά τα δάκρυα δεν άρμοζαν σε ένα άντρα που είχε ζήσει τόσα.. Με πείσμα κολύμπησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τα βράχια. Άρχισε να σκαρφαλώνει… το κύμα πλησίαζε….
Σκαρφάλωνε όλο και πιο γρήγορα…. Λίγο ακόμη…Τα κατάφερε κι κάθισε πάνω στα βράχια φανερά ταλαιπωρημένος. Γύρω του δεν υπήρχε βλάστηση… Ήταν ένα ξερονήσι, που σίγουρα δεν ήταν η χώρα τον Φαιάκων… απογοητευμένος,  ξεχνώντας υπερηφάνειες, άφησε δύο δάκρυα να κυλίσουν από τα μάτια του..."


"ΤΕΛΟΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ
Μετά την αποκάλυψη του Οδυσσέα στον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο, ο Τηλέμαχος ενημερώνει τον πατέρα του για την κατάσταση στο παλάτι και γενικότερα στην Ιθάκη. Για την στεναχώρια και τα διλλήματα που θέτουν οι μνηστήρες στην Πηνελόπη, για τον άσχημο τρόπο που φέρονται τόσο στον ίδιο όσο και στους δούλους του παλατιού. Για την σπατάλη της περιουσίας του Οδυσσέα αλλά και για την ανασφάλεια που δημιουργούν στους κατοίκους του νησιού, αφού τόσα χρόνια σπαταλούν τον πλούτο της Ιθάκης και φέρονται σαν μελλοντικοί άρχοντες.
Ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο καταστρώνουν ένα σχέδιο εξόντωσης των μνηστήρων. Διοργανώνουν αγώνες και εγκλωβίζουν τους μνηστήρες στη μεγάλη αίθουσα. Ο Οδυσσέας αποκαλύπτεται και δημιουργείται πανικός και φόβος στους μνηστήρες. Οι πόρτες της αίθουσας είναι ήδη κλειστές, έτσι ώστε να μην υπάρχει διέξοδος για αυτούς.
Ο Οδυσσέας ετοιμάζεται να τους εξοντώσει. Όμως με μεγάλη του έκπληξη, βλέπει τους μνηστήρες τον έναν μετά τον άλλο, να πέφτουν στα γόνατα και να εκλιπαρούν για την ζωή τους. Πρώτοι απ΄όλους οι «αρχηγοί», ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος. Ο Οδυσσέας διαπιστώνει ότι το θράσος και η δειλία τους, είναι μεγαλύτερη από την γενναιότητά τους. Βλέπει τους μνηστήρες να κλαίνε και να ικετεύουν για την ζωή τους. Τους λυπάται και τους σιχαίνεται ταυτόχρονα.
Ο γενναίος Οδυσσέας, που διακρίθηκε σε τόσες μάχες, μένει σαστισμένος. Δεν θέλει να λερώσει τα χέρια του με το αίμα αυτών των θρασύδειλων και άνανδρων μνηστήρων. Είναι γνωστό, ότι εκτός από γενναίος, ο Οδυσσέας  ήταν έξυπνος, δίκαιος, με υψηλά ιδανικά και αξίες. Δεν τον ενδιέφεραν οι άσκοπες αιματοχυσίες αλλά η πραγματική απόδοση ευθυνών και δικαιοσύνης. Έτσι μετά από σκέψη, αποφάσισε να χαρίσει τη ζωή στους ικέτες μνηστήρες. Η τιμωρία τους όμως θα έπρεπε να είναι παραδειγματική και αντάξια του κακού που είχαν κάνει, όμως ταυτόχρονα να είναι δίκαιη και σωστή.
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε ότι τόσα χρόνια αυτοί οι άνθρωποι σπαταλούσαν, ξόδευαν, γλεντούσαν με τα υπάρχοντά του, με τον πλούτο της Ιθάκης και την πολιτών της. Δημιουργούσαν φόβο και ανασφάλεια όχι μόνο στην οικογένειά του, αλλά και στους πιστούς δούλους του και τους υπηκόους του. Όλοι, ελεύθεροι και δούλοι τους υπηρετούσαν και φρόντιζαν τα πάντα ώστε αυτοί να γλεντούν και να διασκεδάζουν από το πρωί ως το βράδυ για χρόνια ολόκληρα. Τώρα λοιπόν ήταν η σειρά τους, να αποζημιώσουν και να ξεπληρώσουν για όσα είχαν κάνει.…
 Αποφάσισε καταρχήν να δώσει ελευθερία και πλούτη στην Ευρύκλεια, τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο για την αφοσίωσή τους στην οικογένειά του και στον ίδιο. Διέταξε τον πονηρό Ευρύμαχο, για το υπόλοιπο της ζωής του, να υπηρετεί την Ευρύκλεια και τον  Αντίνοο, που ήτανε θρασύς και αλαζόνας, να υπηρετεί τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο. Οι υπόλοιποι μνηστήρες θα δούλευαν, για όλη τους την ζωή, για τους πολίτες της Ιθάκης,  στα χωράφια, στα έργα της πόλης, στο παλάτι κλπ. Ο θάνατός τους θα ικανοποιούσε μόνο τον θυμό του Οδυσσέα, ενώ η αναγκαστική εργασία που τους επιβλήθηκε θα δικαίωνε όλους τους πολίτες της Ιθάκης που τόσα χρόνια τους υπηρετούσαν. Η απόφασή του αυτή, ικανοποίησε την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο γιατί δεν ήθελαν άλλη αιματοχυσία. Ικανοποίησε επίσης την Αθηνά, τον Δία και τους υπόλοιπους Θεούς (ακόμη και τον Ποσειδώνα), γιατί απέδειξε με την μεγαλοψυχία του, ότι ήταν αντάξιος της εύνοιας που αυτοί του είχαν δείξει. Ικανοποίησε και τους πολίτες, που θαύμασαν την σοφία και το μεγαλείο του βασιλιά τους.
Η χαρά, η προκοπή και η ειρήνη επέστρεψαν στην Ιθάκη.
Όταν όλα πλέον βρήκαν το δρόμο τους και η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε, ο Οδυσσέας θέλησε να κάνει ένα δώρο στην Πηνελόπη αλλά και στον εαυτό του. Τόσα χρόνια η αγαπημένη του γυναίκα, ζούσε έναν εφιάλτη. Της άξιζε να περάσει κάποιο χρόνο ήρεμα, χωρίς σκοτούρες και ευθύνες, χωρίς λύπες και στεναχώριες.
Ο γιός του, ο Τηλέμαχος είχε γίνει πια άντρας. Τόσο πριν την άφιξη του Οδυσσέα στο νησί, όσο και μετά, έδειξε τόλμη, γενναιότητα, σύνεση, υπευθυνότητα και παρά την ηλικία συμπεριφέρθηκε με μεγάλη ωριμότητα. Ήταν λοιπόν έτοιμος να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες και αρμοδιότητες.
Ο Οδυσσέας αφού πρώτα πρόσφερε πλούσιες θυσίες στους Θεούς για να τους ευχαριστήσει, έκανε τριήμερες γιορτές για να γιορτάσει με τους αγαπημένους του και τον λαό του την  επιστροφή του.
Έπειτα κάλεσε σε συνέλευση όλους τους πολίτες, για να τους ανακοινώσει τις αποφάσεις του. Όρισε βασιλιά της Ιθάκης τον γιό του, τον Τηλέμαχο, σίγουρος πως θα γίνει ένας καλός, δίκαιος και εργατικός κυβερνήτης. Ανακοίνωσε την απόφασή του, να φύγει  μαζί με την Πηνελόπη και να ξανακάνει το ταξίδι του. Να περάσει από όλα τα μέρη που του έδωσαν χαρές και λύπες, έτσι ώστε να γνωρίσει και η αγαπημένη του γυναίκα αλλά και ο ίδιος να ξαναδεί, όλα τα πλούσια και παράξενα μέρη που τον φιλοξένησαν, τον ευχαρίστησαν, τον πλήγωσαν,  όμως σίγουρα τον έκαναν πιο σοφό.
Την επόμενη μέρα στο λιμάνι, σε ένα πανέμορφο καράβι με τους καλύτερους ναύτες της Ιθάκης, επιβιβάστηκε το ευτυχισμένο ζευγάρι. Ο Οδυσσέας έδωσε διαταγή και το ταξίδι για μια νέα Ιθάκη ξεκίνησε…"